- πένθος
- πένθος, εος, τό,A grief, sorrow, Il.11.658, etc.; τινος for one, Od. 18.324, etc.;
π. ἄλαστον ἔχουσα Il.24.105
;π. λαγχάνειν S.Fr.659
; Τρῶας λάβε π. Il.16.548, etc. ;μέγα π. Ἀχαιίδα γαῖαν ἱκάνει 1.254
, etc.;πένθεϊ δ' ἀτλήτῳ βεβολήατο πάντες 9.3
;θυμὸς ἐτείρετο π. λυγρῷ 22.242
, etc.2 esp. of grief for the dead, mourning,τοκεῦσι γόον καὶ π. ἔθηκας 17.37
;παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ἐνὶ φρεσὶ π. ἔκειτο Od.24.423
;Σάρδεσι π. παρασχών A.Pers.322
;δμῳαῖς προθήσειν π. οἰκεῖον στένειν S.Ant.1249
; π. ποιήσασθαι make a public mourning, Hdt.2.1 ; soπ. προεθήκαντο Id.6.21
;π. τίθεται Id.2.46
;π. τινὸς κοινοῦσθαι E.Alc.426
; ἐν πένθει [εἶναι] S.El. 290, 847(lyr.) ;πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ στράτευμα X. HG4.5.10
;π. λιπεῖν IG3.1311
; π. λύεσθαι, ἀποθέσθαι, Plu.Fab. 18, Alex.75 : in pl., Pi.I.8(7).6, Fr.154, A.Ch.333(lyr.), Pl.R.395e, Arist. Rh.1370b25, etc.II unhappy event, misfortune, π. τινός one's illfortune, Hdt.3.14 ;ἔτλαν π. οὐ φατόν Pi.I.7(6).37
.III of a person, a misery, S.Aj.615(lyr.) ; π. ἔδωκε φέρειν, i. e. the body, Epigr.Gr.228.6 ([place name] Ephesus). (Cf. πείσομαι from Πένθ-σομαι, [tense] fut. of πάσχω, [tense] pf. πείσονθα, Lith. kenčiù 'suffer', pa-kantà 'patience'; πενθ- is reduced to πṇθ- ([etym.] παθ-) in αἰνο-παθής, etc.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.